σοφιλιάζω

σοφιλιάζω
σοφίλιασα, σοφιλιασμένος, εφαρμόζω: Η πόρτα δε σοφιλιάζει καλά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σοφιλιάζω — Ν εφαρμόζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *συφιλιάζω (< συν + φιλία, κατά τα ρ. σε άζω) με παρετυμολ. επίδραση τού ισο ή τού εσω (πρβλ. εσώ βρακο > σώβρακο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”